- κατεργάζομαι
- (AM κατεργάζομαι)επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ.δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.)αρχ.1. (με ενεργ. και παθ. σημ.) φέρω εις πέρας, διεξάγω, διεκπεραιώνω, αποτελειώνω, κατορθώνω (α. «μεγάλα μὲν ἐπινοεῑτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε», Ξεν. β. «θυσίαν ἐλέγξων, εἰ κατείργασται», Ευρ.)2. αποκτώ με εργασία, κερδίζω κάτι με κόπο («σθένεΐ τεω κατεργασάμενοι... τὴν ἡγεμονίαν», Ηρόδ.)3. (με δοτ. χαριστ.) καταβάλλω εργασία για την πρόοδο κάποιου4. πάπ. εργάζομαι κάπου («ἐν τοῑς ἐργαστηρίοις κατεργάζεσθαι»)5. έχω ως έργο, επαγγέλλομαι («τὸν δὴ μαθηματικὸν ἤ τινα ἄλλην... μελέτην κατεργαζόμενον», Πλάτ.)6. φονεύω, θανατώνω (α. «κατεργάσαι ἐμὸν παῑδα», Ευρ. β. «ὑπεδέκετο ἑωυτὸν κατεργάζεσθαι» — δέχθηκε να θανατωθεί, Ηρόδ.)7. καταβάλλω, κατανικώ, υποτάσσω («καὶ μετὰ ὑμῶν πειρασόμεθα κατεργάζεσθαι αὐτούς», Θουκ.)8. (για άλογο) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, κακοποιώ κάποιον9. πείθω κάποιον να κάνει κάτι, τόν καταφέρνω («οὑ γὰρ πειθοῑ κατεργάζονται τοὺς ἐρωμένους, ἀλλ' ἁρπαγῇ», Στράβ.)10. κάνω κάτι σε κάποιον («κατεργάζομαι καλόν τι τὴν πόλιν», Ανδοκ.)11. καλλιεργώ («κατεργάζεσθαι τοὺς ἀμπελώνας», πάπ.)12. προπαρασκευάζω με τη μάσηση την τροφή για την πέψη («ὀδόντας ἔχει... οἷς κατεργάζεται τήν τροφήν», Αριστοτ.)13. (γενικώς) παρασκευάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω κάτι14. ομαλίζω, ισοπεδώνω («κατεργάζομαι ὄρη», Ιώσ.)15. αλέθω16. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κατεργαζόμενονη πέψη, η χώνευση («τὸ κατεργαζόμενον ἔχειν εὔρωστον», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.